- φορολόγητος
- -ον, Α [φορολογῶ]1. ο φόρου υποτελής, αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρο υποτέλειας («ἔσονταί σοι φορολόγητοι καὶ ὑπήκοοί σου», ΠΔ)2. (κατά τον Ησύχ.) «φορολόγητοιὑποτελεῑς λειτουργοί».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՀԱՐԿԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ὐπόφορος, φορολόγητος qui est sub tributo, tributarius. Որ տայ հարկս կամ տուրս կարգեալս. ... *Եղիցի ամենայն ժողովուրդն հարկատուք եւ հնազանդեալք քեզ: Եղեւ նմա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)